Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Το παραμύθι μας / Our European Fairytale

Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα I'll send you Christmas Cards , I 'll tell you our European Fairytale ολοκληρώνεται με το δικό μας παραμύθι. Το Α4 τμήμα εμπνεύστηκε και δημιούργησε την δική του ιστορία βασιζόμενο σε κεντρική ιδέα της συμμαθήτριάς τους 'Ολγας Αυγερινού. Το παραμύθι γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα και έπειτα μεταφράστηκε στην αγγλική.

 Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε τις ιστορίες από όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα .
https://docs.google.com/document/d/1arWdabW8mIsyJ9sQoO0j7KInYNQ3bWp5DUWmc2TbiRw/edit
   

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΑΣ

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα φτωχικό καλυβάκι κοντά στην Piazza del Popolo, ζούσε ένας άντρας, ο οποίος ονομαζόταν Οδυσσέας.

Ο Οδυσσέας καταγόταν από το μικρό νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, πολλά χρόνια πριν, ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Ήταν ένας πολύ πλούσιος αξιωματούχος (αξιωματικός) που υπηρετούσε τον φημισμένο  βασιλιά Πύρρο. Όμως μια διαφωνία του με τον βασιλιά είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του στην Ιταλία.

Έτσι λοιπόν κατέληξε στην Piazza del Popolo όπου ένας συγγενής του (ο θείος ) του παραχώρησε ένα καλυβάκι για να μείνει. Για να μπορέσει να ζήσει έπαιζε γκάιντα (bagpipes) που του δίδαξε ο θείος του.

Ποτέ του όμως δεν ξέχασε την οικογένειά του που σαν πολύτιμο  φυλακτό κρατούσε την φωτογραφία τους μέσα στην καρδιά του και κάθε φορά στις επιστολές που έγραφε και τους έστελνε έβαζε μέσα στον φάκελο και ιταλικά γλυκίσματα.

Ξαφνικά , μετά από πολλά χρόνια μοναξιάς και φτώχιας , ο άντρας έλαβε μίαν επιστολή από τον βασιλιά της Ηπείρου. Ο Οδυσσέας όλο αγωνία και ανυπομονησία άνοιξε την επιστολή. Διάφορα ερωτήματα γέμισαν το μυαλό του. Άραγε ο βασιλιάς τον είχε συγχωρήσει; Θα μπορούσε να ξαναδεί τη γυναίκα και τα τρία τους παιδιά; Η απάντηση ήταν μπροστά του! Είχε μαντέψει σωστά! Ο βασιλιάς Πύρρος του ζητούσε να επιστρέψει στην πατρίδα.

Αμέσως άρχισε να προετοιμάζεται για την μεγάλη επιστροφή. Πήγε στην αγορά και πούλησε σε έναν έμπορα τα λιγοστά του υπάρχοντα εκτός από την γκάιντα που δεν μπορούσε να την  αποχωριστεί. Με τα λεφτά που έβγαλε αγόρασε ένα oplatek  να το προσφέρει στον βασιλιά.

Όταν τελείωσε με όλες τις προετοιμασίες του ταξιδιού ξεκίνησε με το γαϊδουράκι του για το πιο κοντινό λιμάνι. Στο λιμάνι αντάλλαξε το γαϊδουράκι του με μια βάρκα ώστε να μπορέσει να διασχίσει την  Τυρρηνική Θάλασσα.

Ο καιρός ήταν καλός, φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι  που τον βοήθησε να σηκώσει τα πανιά και να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής. Δυστυχώς η καλοκαιρία δεν κράτησε  πολύ! Οι Θεοί είχαν θυμώσει με την απόφαση του βασιλιά Πύρρου και όταν η βάρκα βγήκε στα ανοιχτά ο ουρανός σκοτείνιασε, αστραπές  και κεραυνοί φώτιζαν τον ουρανό. Ο Ποσειδώνας σήκωσε άγρια κύματα που απειλούσαν να αναποδογυρίσουν την βάρκα. Ο Οδυσσέας πάλευε με όλες του τις δυνάμεις για να κρατήσει αυτόν ζωντανό και την βάρκα γερή. Μετά από πολλές ώρες πάλης με τα κύματα και την οργή του Ποσειδώνα , η θάλασσα ηρέμησε και ο Οδυσσέας κάθισε εξαντλημένος να ξαποστάσει για λίγο. Έτσι πήρε και την γκάιντα του να παίξει και να χαλαρώσει . Ενώ η βάρκα κυλούσε στα ήσυχα πλέον νερά έφτασε σε ένα μικρό πέρασμα, στο στενό της Μεσσήνης μεταξύ Σικελίας και Καλαβρίας.  Ξαφνικά ο Οδυσσέας άκουσε ένα τραγούδι … φωνές τον καλούσαν να αφήσει την βάρκα του και να εγκατασταθεί στο νησί τους (Ανθεμόεσσα). Ήταν το τραγούδι των σειρήνων.

( Οι Σειρήνες ήταν γυναικείες θεότητες που σχετίζονταν με το νερό, τον έρωτα και το θάνατο).

Μαγεμένος άρχισε να ακολουθεί το τραγούδι  όταν η ματιά του έπεσε στην πολύτιμη φωτογραφία της οικογένειάς του που είχε ακουμπήσει δίπλα στην γκάιντα. Μεμιάς αρπάζει την γκάιντα και αρχίζει να παίζει τον δικό του μουσικό σκοπό, ο οποίος ξεπέρασε σε ομορφιά το τραγούδι των σειρήνων και  κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να διαφύγει.
Έτσι, ο Οδυσσέας χάρη στην φωτογραφία της οικογένειας του και την δύναμη της μουσικής της γκάιντας κατάφερε να γλιτώσει και ύστερα από μέρες ταξιδιού και ταλαιπωρίας φτάνει στο νησί Ιθάκη  όπου και σταμάτησε να ξεκουραστεί και  να δει τον φίλο του τον Τηλέμαχο.
Ο Τηλέμαχος συγκινημένος, επειδή είχε χρόνια να δει τον παιδικό του φίλο, τον καλωσόρισε θερμά και τον φιλοξένησε στο σπίτι του. Ήταν από τους πιο φημισμένους ξυλουργούς στον κόσμο. Ο Οδυσσέας του αφηγήθηκε όλες του τις περιπέτειες από την στιγμή της εξορίας του έως και τη στιγμή που βρέθηκε στην Ιθάκη.

Τηλέμαχος: Παλιέ μου φίλε, χαίρομαι που σε βλέπω έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Οδυσσέας: Και εγώ καλέ μου φίλε!
Τηλέμαχος : Ξεκουράσου σήμερα και αύριο το πρωί θα σου έχω μια έκπληξη. Ένα δώρο από μένα για σένα να το δώσεις στον Βασιλιά Πύρρο!
Την άλλη μέρα το πρωί ο Τηλέμαχος οδηγεί τον Οδυσσέα σε μιαν αποθήκη και εκεί του δείχνει μια τεράστια ξύλινη σύνθεση  (crib).
Η σύνθεση αυτή απεικόνιζε μιαν ολόκληρη πολιτεία με τους ανθρώπους της στις καθημερινές τους ασχολίες.
Οδυσσέας: Μα τι υπέροχη σύνθεση είναι αυτή; Δική σου δημιουργία;
Τηλέμαχος: Ναι , δική μου. Είμαι πολύ περήφανος  για αυτή μου την κατασκευή, την οποία και έχω εμπνευστεί από τα ταξίδια μου στην Ιταλία. Και είναι το δώρο μου για σένα.
Οδυσσέας: Καλέ μου φίλε δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Είμαι σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα ενθουσιαστεί με αυτό το δώρο.

Παίρνοντας λοιπόν το δώρο του Τηλέμαχου και έχοντας απολαύσει την φιλοξενία του ,  ο Οδυσσέας ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του προς την πατρίδα του τα Ιωάννινα.
Όταν έφτασε στα Ιωάννινα κίνησε αμέσως για το παλάτι του βασιλιά Πύρρου. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και το παλάτι που ήταν φτιαγμένο από αλάτι λαμποκοπούσε .
Ο βασιλιά Πύρρος τον περίμενε και ο Οδυσσέας με το που τον αντίκρισε τον χαιρέτισε με σεβασμό και συγκίνηση. Αμέσως μετά πρόσφερε στον βασιλιά το ‘Οπλατεκ. Οι δυο άντρες το έφαγαν συγχωρώντας ο ένας τον άλλον . Έπειτα του έδωσε την ξύλινη σύνθεση. Ο Βασιλιάς ενθουσιασμένος διέταξε αμέσως τους άντρες του να την εκθέσουν στην κεντρική πλατεία της πόλης  των Ιωαννίνων για να την θαυμάσουν όλοι οι πολίτες.
Φεύγοντας από τον κάστρο ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε αμέσως στο σπίτι του . Μετά από 7 χρόνια απουσίας επιτέλους θα αντίκριζε την οικογένειά του.

Η γυναίκα του Πηνελόπη τον υποδέχτηκε με δάκρυα στα μάτια.

 Πηνελόπη: Οδυσσέα , δεν πιστεύω ότι σε αντικρίζω ξανά!
Οδυσσέας: Και εγώ το ίδιο πιστή μου Πηνελόπη. Μα ας τα αφήσουμε αυτά για αργότερα και πες μου τα παιδιά που είναι!
Πηνελόπη: Τα παιδιά είναι όλα καλά! Σε λίγο θα επιστρέψουν σπίτι! Ο Αχιλλέας και ο Έκτορας έχουν ενταχθεί πλέον στον στρατό του Πύρρου, είναι αξιωματικοί του και η μικρή μας Ελένη έχει μείνει στο σπίτι να με βοηθάει. Να, όπου να ναι θα έρθει και αυτή από την αγορά που έχει πάει για ψώνια!.
Οδυσσέας: Ανυπομονώ να τα σφίξω στην αγκαλιά μου!

Δεν περνάει πολύ ώρα και η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν μέσα και τα τρία του παιδιά , τα οποία είχαν συναντηθεί έξω από το σπίτι.
Με φωνές κα δάκρυα χαράς πέφτουν επάνω στον πατέρα τους και τον αγκαλιάζουν!
Επιτέλους η οικογένεια ενώθηκε μετά από 7 χρόνια και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Υπεύθυνη καθηγήτρια 
Καλαντζή Βασιλική




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου